προαγωγικός

προαγωγικός
-ή, -ό / προαγωγικός, -ή, -όν, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαγωγή («προαγωγικές εξετάσεις»)
αρχ.
1. ο επιτήδειος, ικανός στην προαγωγεία, στη μαστροπεία
2. αυτός που οδηγεί προς τα εμπρός, αυτός που συντελεί στην πρόοδο.
επίρρ...
προαγωγικώς/προαγωγικῶς ΝΜ νεοελλ. με προαγωγή
μσν.
δελεαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαγωγή. Η λ. με την αρχ. σημ. «ο επιτήδειος, ικανός στη μαστροπεία» < προαγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προαγωγικός — skilful in pandering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προαγωγικούς — προαγωγικός skilful in pandering masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՅԱՌԱՋԱԾՈՒ — ( ) NBH 2 0334 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. προάγων, προαγωγικός, προβολεύς, παρακομιστής productor, adducens, deducens, pararius. Որ յառաջ բերէ ո՛ր եւ է օրինակաւ. արտադրօղ. յառաջացուցիչ. յինքն ձգօղ. պատճառ, առիթ, եւ այլն: *ամենայն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • προαγωγικάς — προαγωγικά̱ς , προαγωγικός skilful in pandering fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”