- προαγωγικός
- -ή, -ό / προαγωγικός, -ή, -όν, ΝΑνεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαγωγή («προαγωγικές εξετάσεις»)αρχ.1. ο επιτήδειος, ικανός στην προαγωγεία, στη μαστροπεία2. αυτός που οδηγεί προς τα εμπρός, αυτός που συντελεί στην πρόοδο.επίρρ...προαγωγικώς/προαγωγικῶς ΝΜ νεοελλ. με προαγωγήμσν.δελεαστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < προαγωγή. Η λ. με την αρχ. σημ. «ο επιτήδειος, ικανός στη μαστροπεία» < προαγωγός].
Dictionary of Greek. 2013.